Θεοφιλέστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεοφιλέστατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεοφιλέστατος ως τίτλος επισκόπου < αρχαία ελληνική θεοφιλέστατος, υπερθετικός βαθμός του θεοφιλής + -έστατος < αρχαία ελληνική θεοφιλής < θεός + φίλος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Θεοφιλέστατος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Θεοφιλέστατος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έστατος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)