Θεριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεριστής < θεριστής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θεριστής αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο μήνας Ιούνιος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Θεριστής
→ δείτε τη λέξη Ιούνιος |