Θεωνίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεωνίτσα οι Θεωνίτσες
      γενική της Θεωνίτσας
    αιτιατική τη Θεωνίτσα τις Θεωνίτσες
     κλητική Θεωνίτσα Θεωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θεωνίτσα < θεών(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θe.oˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ω‐νί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θεωνίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θεώνη