Θηλαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θηλαστικά < θηλαστικά, πληθυντικός ουδέτερου του θηλαστικός, μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Mammalia
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θηλαστικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: τα θερμόαιμα σπονδυλωτά ζώα που θηλάζουν τα νεογνά τους