Θησείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Θησείο | τα | Θησεία |
γενική | του | Θησείου | των | Θησείων |
αιτιατική | το | Θησείο | τα | Θησεία |
κλητική | Θησείο | Θησεία | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Θησείο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θησεῖον < Θησ(εύς) + -εῖον (-είο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θiˈsi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θη‐σεί‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Θησείο ουδέτερο
- αρχαιολογικός τόπος, ο αρχαίος ναός του Ηφαίστου στην αρχαία Αγορά της Αθήνας
- λόφος και συνοικία της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης
- ※ Ο δημογέροντας Γιαννακός Βλάχος προσφώνησε το βασιλιά όταν έφτασε στο Θησείο κι ο κόσμος χειροκρότησε. (Γιάννης Καιροφύλας, Η Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια books.google Αθήνα: Καστανιώτης, 2010, σελ. 58)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Θησείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί (νέα ελληνικά)
- Λόφοι της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Λόφοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)