Θορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θορικός οι Θορικοί
      γενική του Θορικού των Θορικών
    αιτιατική τον Θορικό τους Θορικούς
     κλητική Θορικέ Θορικοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θορικός < αρχαία ελληνική Θορικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θo.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θο‐ρι‐κός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θορικός αρσενικό

  1. (ιστορία) αρχαία πόλη στην περιοχή της Λαυρεωτικής
  2. οικισμός της Ελλάδας στον νομό Αττικής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Θορικός
      γενική τοῦ Θορικοῦ
      δοτική τῷ Θορικ
    αιτιατική τὸν Θορικόν
     κλητική ! Θορικέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θορικός < θορός[1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θορικός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]