Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θυμβραῖος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Θυμβραίος

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Θυμβραῖος < Θύμβρ(α) + -αῖος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʰym.bɾâi̯.os/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
ΔΦΑ : /θymˈbɾɛ.os/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θυμβραῖος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
θῠμβραῑ-
ονομαστική Θυμβραῖος Θυμβραί τὸ Θυμβραῖον
      γενική τοῦ Θυμβραίου τῆς Θυμβραίᾱς τοῦ Θυμβραίου
      δοτική τῷ Θυμβραί τῇ Θυμβραί τῷ Θυμβραί
    αιτιατική τὸν Θυμβραῖον τὴν Θυμβραίᾱν τὸ Θυμβραῖον
     κλητική ! Θυμβραῖε Θυμβραί Θυμβραῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Θυμβραῖοι αἱ Θυμβραῖαι τὰ Θυμβραῖ
      γενική τῶν Θυμβραίων τῶν Θυμβραίων τῶν Θυμβραίων
      δοτική τοῖς Θυμβραίοις ταῖς Θυμβραίαις τοῖς Θυμβραίοις
    αιτιατική τοὺς Θυμβραίους τὰς Θυμβραίᾱς τὰ Θυμβραῖ
     κλητική ! Θυμβραῖοι Θυμβραῖαι Θυμβραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Θυμβραίω τὼ Θυμβραί τὼ Θυμβραίω
      γεν-δοτ τοῖν Θυμβραίοιν τοῖν Θυμβραίαιν τοῖν Θυμβραίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

[επεξεργασία]

Θυμβραῖος, -ᾱ, -ον

  1. αυτός που κατάγεται από την Θύμβρα
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 508
    κτανὼν δὲ φρουροὺς καὶ παραστάτας πυλῶν
    ἐξῆλθεν· αἰεὶ δ' ἐν λόχοις εὑρίσκεταιν
    Θυμβραῖον ἀμφὶ βωμὸν ἄστεως πέλαςν
    θάσσων· κακῷ δὲ μερμέρῳ παλαίομεν.
    λείπει η μετάφραση
  2. (ειδικότερα, θεωνύμιο) «Θυμβραῖος Ἀπόλλων» θεός της Θύμβρας, ο Απόλλων της Θύμβρας
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 224
    Θυμβραῖε καὶ Δάλιε καὶ Λυκίας
    ναὸν ἐμβατεύων
    Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά, μόλε τοξή-
    ρης, ἱκοῦ ἐννύχιος
    καὶ γενοῦ σωτήριος ἀνέρι πομπᾶς
    ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε Δαρδανίδαις,
    ὦ παγκρατές, ὦ Τροΐας
    τείχη παλαιὰ δείμας.
    λείπει η μετάφραση
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΓ.1.35 @perseus.tufts.edu
    τότε πρὸς Θύμβρης δ᾽ ἔλαχον Λύκιοι οἰκειότερόν ἐστι τῶι παλαιῶι κτίσματι· πλησίον γάρ ἐστι τὸ πεδίον ἡ Θύμβρα καὶ ὁ δι᾽ αὐτοῦ ῥέων ποταμὸς Θύμβριος͵ ἐμβάλλων εἰς τὸν Σκάμανδρον κατὰ τὸ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ἱερόν͵ τοῦ δὲ νῦν Ἰλίου καὶ πεντήκοντα σταδίους διέχει.
    λείπει η μετάφραση
      5ος αιώνας κε   Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Λ
    <Λυκαῖον> καὶ <Θυμβραῖον>
    τὸν Πύθιον. καὶ τὸν ἐν Χρύσῃ [Λυκαῖον]
    <Λυκαίο> και <Θυμβραίο>
    τον Πύθιο. και τον [Λυκαίο] στην Χρύση
    ΣτΕ: ο Πύθιος είναι άλλο, γνωστότερο επίθετο του Απόλλωνα. Η Χρύση ήταν λιμάνι στην Τρωάδα, με ναό του Απόλλωνος.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῠμβραῑ-
ονομαστική Θυμβραῖος οἱ Θυμβραῖοι
      γενική τοῦ Θυμβραίου τῶν Θυμβραίων
      δοτική τῷ Θυμβραί τοῖς Θυμβραίοις
    αιτιατική τὸν Θυμβραῖον τοὺς Θυμβραίους
     κλητική ! Θυμβραῖε Θυμβραῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θυμβραίω
γεν-δοτ τοῖν  Θυμβραίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Θυμβραῖος, -ου αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ένας Τρώας στον Τρωικό Πόλεμο που σκοτώθηκε από τον Διομήδη και είχε ηνίοχο τον Μολίονα
     8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 320 (316-322)
    Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
    «ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι· ἀλλὰ μίνυνθα
    ἡμέων ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ νεφεληγερέτα Ζεὺς
    Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος ἠέ περ ἡμῖν.»
    Ἦ, καὶ Θυμβραῖον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε,
    δουρὶ βαλὼν κατὰ μαζὸν ἀριστερόν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
    ἀντίθεον θεράποντα Μολίονα τοῖο ἄνακτος.
    Και προς αυτόν απάντησεν ο δυνατός Τυδείδης:
    «Εγώ θα μείνω ακλόνητος στην μάχην· αλλά ολίγο
    καλό θα ιδούμεν, ότι ο Ζευς ο νεφελοσυνάκτης
    στους Τρώας νίκην βούλεται και όχι σ᾽ εμάς να δώσει».
    Είπε και από την άμαξαν με λόγχην τον Θυμβραίον
    στην γην εβρόντησε νεκρόν, και ο θείος Οδυσσέας
    φονεύει τον Μολίονα λαμπρόν ηνίοχόν του.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      5ος αιώνας κε   Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Π
    <πεδιάτιδες πύλαι>
    τὰς πλησίον τοῦ Θυμβραίου ἐν Ἰλίῳ φησί, ἅς τινες <Ἐπιχηλὰς> καλοῦσι
    <πεδιάτιδες πύλες>
    αυτές κοντά στον Θυμβραίο στο Ίλιον λένε, τις οποίες κάποιοι αποκαλούν <Επιχηλές>

Απόγονοι

[επεξεργασία]