Ιεροκλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ιεροκλής | οι | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες ** |
γενική | του | Ιεροκλή & Ιεροκλέους * |
των | Ιεροκλέων & Ιεροκλήδων |
αιτιατική | τον | Ιεροκλή | τους | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες |
κλητική | Ιεροκλή | Ιεροκλείς & Ιεροκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιεροκλής < αρχαία ελληνική Ἱεροκλῆς. Συγχρονικά αναλύεται σε (ιερός) ιερο- + κλής
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιεροκλής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ιεροκλής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Περικλής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με πρόθημα Ιερο- (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα με επίθημα -κλής (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)