Ιλίσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ιλίσια | ||
γενική | των | Ιλισίων | ||
αιτιατική | τα | Ιλίσια | ||
κλητική | Ιλίσια | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ιλίσια < αρχαία ελληνική Ἰλισ(ός) + -ια[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈli.sça/
- συλλαβισμός : Ι‐λί‐σια
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ιλίσια ουδέτερο πληθυντικός
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Εἶχε νοικιασμένο ἕνα δωμάτιο σὲ παλιὰ μονοκατοικία, στὰ Ἰλίσια ψηλά, μὲ δύο ἐξόδους γιὰ ὥρα κινδύνου. (Βασ. Σ. Δημουλάς, Η Πασιοναρία, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1376 (1 Νοεμβρίου 1984), τόμ. 186, σελ. 1416)
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Ιλίσια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)