Ινέπολη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ινέπολη | οι | Ινεπόλεις |
γενική | της | Ινέπολης* | των | Ινεπόλεων |
αιτιατική | την | Ινέπολη | τις | Ινεπόλεις |
κλητική | Ινέπολη | Ινεπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ινεπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ινέπολη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈne.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐νέ‐πο‐λη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ινέπολη θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ινέπολη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Πόντου (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Πόντου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)