Ιππολύτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: , Ἱππολύτη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ιππολύτη οι Ιππολύτες
      γενική της Ιππολύτης των Ιππολυτών
    αιτιατική την Ιππολύτη τις Ιππολύτες
     κλητική Ιππολύτη Ιππολύτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ιππολύτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἱππολύτη / Ἱππολύτα < → δείτε τις λέξεις ἵππος και λύω (αυτή που λύνει τ' άλογα) → δείτε και τη λέξη ἱππολύτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.poˈli.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐λύ‐τη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ιππολύτη θηλυκό (αρσενικό Ιππόλυτος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]