Ισαμπάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ισαμπάλ < Izabal
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Ισαμπάλ θηλυκό
- διοικητικό διαμέρισμα, (νομός), της Γουατεμάλας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ισαμπάλ
|