Ισλανδών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ισλανδών

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Ισλανδών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του Ισλανδός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του Ισλανδή