κασαμπάς
(Ανακατεύθυνση από ΚΑΣΑΜΠΑΣ)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασαμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kasaba (κωμόπολη) + -ς ή (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قصبه (kasaba) < αραβική قصبة (qaṣaba)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασαμπάς αρσενικό
- (δημοτική) οχυρωμένη πόλη
- ※ Ένας πασάς διαβαίνει κι άλλος έρχεται, / στα Τρίκαλα πηγαίνουν μες στον κασαμπά, / γυρεύουν τους γερόντους τους Τρικαλινούς, / γυρεύουν τους παπάδες τ’ Ασπροπόταμου. (Γιώργης Έξαρχος, Οι Ελληνοβλάχοι (Αρμανοί), 2001, σελ. 322)
- (παρωχημένο) κάστρο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κασαμπάς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από δημοτικά τραγούδια (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)