ΚΤΕΛ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΚΤΕΛ <  : Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Κ.Τ.Ε.Λ. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. κοινοπραξία ιδιοκτητών λεωφορείων σε επίπεδο νομού
    το ΚΤΕΛ Μεσσηνίας ανακοίνωσε τα νέα δρομολόγια για Αθήνα και Θεσσαλονίκη
  2. ο τερματικός σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων
    πάω στο ΚΤΕΛ να παραλάβω τους γονείς μου που έρχονται από την Αθήνα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • εφόσον η αναφορά γίνεται ειδικά σε ΚΤΕΛ ως εταιρεία, τότε χρησιμοποιείται το θηλυκό γένος, π.χ. η ΚΤΕΛ Νομού Αχαΐας ΑΕ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]