Κάσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάσιος, Κάσσιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κάσιος, Κάσ(ος) + -ιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κάσιος αρσενικό (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κάσιος < Κάσ(ος) + -ιος [1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κάσιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) που προέρχεται από το «Κάσιον ὄρος» της Συρίας (και επίθετο μονογενές)
  2. (πατριδωνυμικό) που προέρεχεται από την Κάσο χρειάζεται παράθεμα
  3. (προσωνυμία) του Διός
  4. ανδρικό όνομα

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Για το θέμα Κασ- δείτε Clackson, James et al. Migration, Mobility and Language Contact in and around the Ancient Mediterranean, Cambridge University Press, 2020 (1η έκδοση), σελ.239@books.google

Πηγές[επεξεργασία]