Κάστωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κάστωρ < από το ομόρριζο κασ- (βλέπε κασσίτερος) + -ωρ (ωραίος)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κάστωρ αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Κάστορας, υδρόβιο ζώο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κάστωρ
|