Κάστωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κάστωρ < από το ομόρριζο κασ- (βλέπε κασσίτερος) + -ωρ (ωραίος)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κάστωρ αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]