Κίσσαβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κίσσαβος
      γενική του Κίσσαβου
Κισσάβου
    αιτιατική τον Κίσσαβο
     κλητική Κίσσαβε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κίσσαβος < (νοτιο)σλαβικής προέλευσης кишав (kišav) < ки̏ша / kȉša (βροχή) < πρωτοσλαβική *kysělъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.sa.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κίσ‐σα‐βος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κίσσαβος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κίσσαβος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κίσσαβος αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]