Καλαμπακιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καλαμπακιώτισσα < Καλαμπακιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καλαμπακιώτισσα θηλυκό (αρσενικό Καλαμπακιώτης)
- (πατριδωνυμικό) η δημότισσα ή κάτοικος της Καλαμπάκας ή αυτή που κατάγεται από την πόλη αυτή
- ※ Πολλά τραγούδια θα σου πω, γιατί πολύ μ’ αρέσεις, / Καλαμπακιώτισσα μικρή, τρελή ξανθιά, θέλω να με προσέξεις.
- (Στίχοι από το τραγούδι «Καλαμπακιώτισσα» του Βασίλη Τσιτσάνη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καλαμπακιώτικος
- → δείτε τη λέξη Καλαμπάκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καλαμπακιώτης
Καλαμπακιώτισσα
|