Καλλίμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καλλίμαχος οι Καλλίμαχοι
      γενική του Καλλίμαχου
Καλλιμάχου
των Καλλίμαχων
Καλλιμάχων
    αιτιατική τον Καλλίμαχο τους Καλλίμαχους
Καλλιμάχους
     κλητική Καλλίμαχε Καλλίμαχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλλίμαχος < αρχαία ελληνική Καλλίμαχος < καλλί- + -μαχος (μάχη)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλλίμαχος αρσενικό

  1. (ιστορία, φιλολογία) ανδρικό όνομα
    ※  […] στο ως τώρα άγνωστο αυτό κείμενο (ποιμενική κωμωδία ;) γίνεται λόγος για τον έρωτα τοu Καλλιμάχου και της Ροδάμνιας (Ροδάμνης) και όχι για τον έρωτα του Καλλιμάχου και της Χρυσοpρόης ή του Λιβίστρου και της Ροδάμνης, που γνωρίζουμε από τα γνωστά βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα Καλλίμαχος και Χρυσορρόη και Λίβιστρος και Ροδάμνη.
    Γιάννης Κ. Μαυρομμάτης, «Ένα άγνωστο θεατρικό κείμενο του τέλους του 17ου αιώνα από την Πάρο», Αριάδνη 3 (1985), σ. 181. Στον ιστότοπο της Υπηρεσίας Ηλεκτορικών Περιοδικών της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης· πρόσβαση: 2022-09-09.
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Καλλιμάχου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καλλίμαχος οἱ Καλλίμαχοι
      γενική τοῦ Καλλιμάχου τῶν Καλλιμάχων
      δοτική τῷ Καλλιμάχ τοῖς Καλλιμάχοις
    αιτιατική τὸν Καλλίμαχον τοὺς Καλλιμάχους
     κλητική ! Καλλίμαχε Καλλίμαχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλλιμάχω
γεν-δοτ τοῖν  Καλλιμάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλλίμαχος < καλλί- + -μαχος (μάχη)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλλίμαχος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]