Καλλυντήρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καλλυντήρια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντήριος στον πληθυντικό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καλλυντήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- εορτασμός της Πολιάδας Αθηνάς που λάμβανε χώρα τον μήνα Θαργηλίωνα στην Αθήνα
Πηγές
[επεξεργασία]- καλλυντήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Καλλυντήρια - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)