Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καλυψώ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καλυψώ
      γενική της Καλυψώς
& Καλυψούς
    αιτιατική την Καλυψώ
     κλητική Καλυψώ
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη.
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καλυψώ < αρχαία ελληνική Καλυψώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.liˈpso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλυψώ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καλυψώ θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) γυναικείο όνομα
  2. οικισμός της Φθιώτιδας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Καλυψώ
      γενική τῆς Καλυψοῦς
      δοτική τῇ Καλυψοῖ
    αιτιατική τὴν Καλυψώ
     κλητική ! Καλυψοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καλυψώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
Καλυψώ θηλυκό, μόνο στον ενικό
  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πληιόνης, ή του Ωκεανού και της Τηθύος, ή του Ηλίου και της Περσηίδας, αδελφή της Κίρκης που κατοικούσε στην νήσο Ὠγυγία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]