Καλύβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καλυβά, καλύβα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καλύβα < γενικού ενικού του αρσενικού Καλύβας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καλύβα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Καλύβα αρσενικό