Καμάριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμάριζα οι Καμάριζες
      γενική της Καμάριζας των Καμάριζων
    αιτιατική την Καμάριζα τις Καμάριζες
     κλητική Καμάριζα Καμάριζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καμάριζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈma.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μά‐ρι‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καμάριζα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]