Καματερό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καματερό τα Καματερά
      γενική του Καματερού των Καματερών
    αιτιατική το Καματερό τα Καματερά
     κλητική Καματερό Καματερά
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καματερό < πιθανολογείται το επώνυμο Καματηρός (βυζαντινός άρχοντας, τιμαριούχος και φοροεισπράκτορας του 12ου αι.)[1] (→ δείτε και το σύγχρονο επώνυμο Καματερός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ma.teˈɾo/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μα‐τε‐ρό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Η θέση του Καματερού στην Αττική

Καματερό ουδέτερο, (καθαρεύουσα) Καματερόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 46.