Καναδέζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καναδέζος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καναδέζος οι Καναδέζοι
      γενική του Καναδέζου των Καναδέζων
    αιτιατική τον Καναδέζο τους Καναδέζους
     κλητική Καναδέζε Καναδέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καναδέζος < ιταλική canad(ese) + -έζος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.naˈðe.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐να‐δέ‐ζος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καναδέζος αρσενικό (θηλυκό Καναδέζα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]