Καρπενίσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καρπενίσι τα Καρπενίσια
      γενική του Καρπενισίου των Καρπενισίων
    αιτιατική το Καρπενίσι τα Καρπενίσια
     κλητική Καρπενίσι Καρπενίσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρπενίσι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική kárpinu[1] (οστρύα, γάβρος) + περιεκτική κατάληξη -iş < λατινική carpinus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kar- (σκληρός) [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.peˈni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐πε‐νί‐σι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρπενίσι ουδέτερο

Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833), πρόλογος: Γιάννης Βλαχογιάννης (Αθήνα 1939), τόμ. Αʹ, σ. 334.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • Για πρώτη φορά το τοπωνύμιο Καρπενίσι μνημονεύεται σε τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1454/5· βλ. Nicoară Beldiceanu - Petre Ş. Năsturel, «Η Θεσσαλία στην περίοδο 1454/55–1506», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 19 (1991) σσ. 105–106· μετάφραση από τα γαλλικά: Αλ. Αγγελόπουλος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κωνσταντίνος Ευ.Οικονόμου, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, Διδακτορική διατριβή (Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων [Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής], 1986), σσ. 752-753.
  2. Θα μπορούσε να είναι και < τουρκική kar (χιονισμένος) + beniz (πρόσωπο)