Καρυστινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ɾi.stiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρυ‐στι‐νός
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Καρυστινός < Κάρυστ(ος) + -ινός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρυστινός αρσενικό (θηλυκό Καρυστινή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Κάρυστο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Κάρυστος
- Καρυστινός (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καρυστινός
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Καρυστινός < πατριδωνυμικό Καρυστινός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καρυστινός αρσενικό (θηλυκό Καρυστινού)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αντώνης Καρυστινός στη Βικιπαίδεια (γενν. 1971), Έλληνας ηθοποιός
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Κάρυστος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Σολωμός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ινός (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)