Καρυστινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρυστινός οι Καρυστινοί
      γενική του Καρυστινού των Καρυστινών
    αιτιατική τον Καρυστινό τους Καρυστινούς
     κλητική Καρυστινέ Καρυστινοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾi.stiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρυ‐στι‐νός

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Καρυστινός < Κάρυστ(ος) + -ινός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρυστινός αρσενικό (θηλυκό Καρυστινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Καρυστινός < πατριδωνυμικό Καρυστινός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρυστινός αρσενικό (θηλυκό Καρυστινού)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Κάρυστος