Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κατήγκω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κατήγκω οι Κατήγκες
      γενική της Κατήγκως των Κατήγκων
    αιτιατική την Κατήγκω τις Κατήγκες
     κλητική Κατήγκω Κατήγκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κατήγκω <  δείτε τη λέξη Κατίγκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈtiŋ.go/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κατήγκω

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κατήγκω θηλυκό