Καταλανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καταλανός οι Καταλανοί
      γενική του Καταλανού των Καταλανών
    αιτιατική τον Καταλανό τους Καταλανούς
     κλητική Καταλανέ Καταλανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καταλανός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.laˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τα‐λα‐νός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καταλανός αρσενικό (θηλυκό Καταλανή)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Καταλονία ή κατοικεί εκεί
    ※  Το βυζαντινό κτίριο μέσα στο οποίο φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια από δωρεές αυτοκρατόρων αναστηλώθηκε εξ ολοκλήρου από την καταλανική κυβέρνηση ως συμβολική αποζημίωση για τις καταστροφές που προκάλεσαν στο Βατοπαίδι αλλά και σε ολόκληρη τη Χαλκιδική οι Καταλανοί μισθοφόροι το 1305.
    Γιώτα Μυρτσιώτη, Μια «συγγνώμη» που άργησε 700 χρόνια, Η Καθημερινή, 8 Οκτωβρίου 2005

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]