Κατηγορία:Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Δάνεια » από τα ιταλικά « Ετυμολογία « Ιταλικά |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 3 υποκατηγορίες, από 3 συνολικά.
Άρθρα στην κατηγορία "Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 711 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
Β
Γ
Κ
- κάβα
- καβαλιέρος
- καβάλος
- καδρόνι
- καζάκα
- καζαμίας
- καζάρμα
- καζίνο
- κάζο
- κακάο
- Κάλι
- κάλμα
- καλμάρω
- κάλος
- καμαρίλα
- καμινέτο
- Καμόρα
- καμπάνια
- καμπέρω
- καμπίνα
- καμποτίνος
- κανέλα
- καντέντσα
- καντίνα
- καπάρο
- καπάτσος
- καπέλο
- καπιταλίστας
- κάπος
- καπότα
- καπουτσίνο
- καπουτσίνος
- καπρίτσιο
- καραβέλα
- καραμέλα
- καραμούζα
- καραμπίνα
- καραμπινιέρος
- καραμπόλα
- καρατερίστα
- καρατερίστας
- καράτι
- καράφα
- καρενάγιο
- καριέρα
- καρικώνω
- καρμπονάρα
- καρνάγιο
- Καρολίνα
- καρότο
- καρότσα
- καροτσέρης
- καροτσιέρης
- κάρτα
- καρτέλα
- κάσα
- κάσαρο
- κασετίνα
- κάσια
- κασκέτο
- κασόνι
- κάσσα
- κάστα
- Κατάνη
- κατράμι
- κάφρος
- κάψουλα
- κλαρινετίστας
- κλαρινέτο
- κλαρίνο
- κοκέτης
- κολομπίνα
- κολόνα
- κολόνια
- κομιτάτο
- κομοδίνο
- κομπανία
- κομπάρσος
- κομπλιμέντο
- κονσέρτο
- κόντρα
- κοντραμπάσο
- κοντραπούντο
- κοντσέρτο
- κορίστας
- κορμοράνος
- κορνέτα
- κόρνο
- κόρο
- κόρτε
- κόστος
- κουβερτούρα
- κουζινέτο
- κουίντα
- κουμάντο
- κουπόνι
- κουράγιο
- κουράρω
- κουφέτο
- κρέμα
- κρεμέζι
- κρεπάρω