Κατηγορία:Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » δάνεια » από τα ιταλικά ««« « Ετυμολογία « Ιταλικά |
- Άμεσα γλωσσικά δάνεια από μία γλώσσα σε άλλη με την επαφή των ομιλητών. Δείτε και τα λόγια δάνεια.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 863 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- -α
- αβαντάρω
- αβαντζάρω
- αβάντζο
- αβάντι
- αβαντσάρω
- αβάρα
- αβαράρω
- αβαρία
- αβαριάτος
- αγαντάρω
- αγκουρέτο
- ακομπανιαμέντο
- ακόρντο
- ακοστάρω
- ακουαφόρτε
- αλά
- αλα-
- αλαμπρατσέτα
- αλεγκρέτο
- αλέγκρο
- αληγής
- Αλτζερίνος
- άλτο
- Αμέρικα
- Αμερικάνος
- άμπακας
- άμπακος
- αμπαλάρω
- ανέλο
- Ανκόνα
- αντάντε
- αντίκα
- αντικάμαρα
- αντίο
- αντίπαπας
- αντσούγια
- απίκο
- άρια
- αριβάρω
- αριβίστας
- αρλεκίνος
- αρματούρα
- αρμπαρόριζα
- αρμπουρέτο
- αρτίστα
- αρτίστας
- -άρω
- Αυστραλιάνος
Β
Γ
Κ
- κάβα
- καβαλιέρος
- καβάλος
- καβίλια
- καδρόνι
- καζάκα
- καζαμίας
- καζάρμα
- καζίνο
- κάζο
- κακάο
- Κάλι
- κάλμα
- καλμάρω
- κάλος
- καλουμάρω
- καμαρίλα
- κάμερα
- καμινέτο
- Καμόρα
- καμπάνια
- καμπέρω
- καμπίνα
- καμποτίνος
- κανέλα
- καντζελλαρία
- καντιλέτο
- καντίνα
- καπάρο
- καπάρος
- καπάτσος
- καπελιέρα
- καπέλο
- καπιτάλι
- καπιταλίστας
- καπιτολάριο
- καπόνι
- κάπος
- καπότα
- καπουτσίνο
- καπουτσίνος
- καπρίτσιο
- καπριτσιόζα
- καπριτσιόζος
- καραβάνα
- καραβέλα
- καραμέλα
- καραμούζα
- καραμπίνα
- καραμπινιέρος
- καραμπόλα
- καρατάρω
- καρατερίστα
- καρατερίστας
- καράτι
- καράφα
- καρενάγιο
- καριέρα
- καριερίστας
- καρικώνω
- καριόλα
- καρμπονάρα
- καρνάγιο
- Καρολίνα