Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Άρθρα στην κατηγορία "Επίθετα που κλίνονται όπως το «όμορφος»"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 9.868 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάγιστος
- αβάδιστος
- αβαθμίδωτος
- άβαθος
- αβαθούλωτος
- αβαλσάμωτος
- άβαλτος
- αβανιοκαμένος
- αβανταδόρικος
- αβαρέλιαστος
- αβαριάτος
- άβαρος
- αβάσιμος
- αβάσκαντος
- άβατος
- άβαφος
- άβγαλτος
- αβγατισμένος
- αβγοκομμένος
- αβγόσχημος
- αβεβήλωτος
- αβελόνιαστος
- αβίαστος
- αβιομηχανοποίητος
- αβλαβέστατος
- άβλαβος
- άβλαπτος
- αβλάστητος
- άβλεπτος
- αβλόγητος
- αβοήθητος
- άβολος
- αβομβάρδιστος
- αβοτάνιστος
- αβούλευτος
- αβούλητος
- αβουλκάνιστος
- άβουλος
- αβούλωτος
- αβούρκωτος
- αβούρτσιστος
- αβούτηχτος
- αβουτύρωτος
- αβράδιαστος
- άβραστος
- αβράχυντος
- άβρεχτος
- αβροβόστρυχος
- αβροδίαιτος
- αβρόμιστος
- άβροχος
- αβύθιστος
- αβυθομέτρητος
- άβυθος
- αγαθόβουλος
- αγαθούτσικος
- αγαλβάνιστος
- αγαλμάτινος
- αγάμητος
- άγαμος
- αγανακτισμένος
- αγάνωτος
- αγαπημένος
- άγαρμπος
- αγγειόσπερμος
- αγγελοκαμωμένος
- αγγελοκάμωτος
- αγγελόμορφος
- αγγελοφτιαγμένος
- αγγελοφτιασμένος
- αγγιγμένος
- αγγιδιώτικος
- άγγιχτος
- αγγλόφερτος
- αγγλόφωνος
- άγδαρτος
- άγδυτος
- αγειτόνευτος
- αγέμιστος
- αγενέστατος
- αγέννητος
- αγένωτος
- αγέραστος
- αγέρινος
- αγεροχτυπημένος
- αγερσανιώτικος
- αγέρωχος
- άγευστος
- αγεφύρωτος
- αγιασμένος
- αγίνωτος
- αγιοβασιλιάτικος
- αγιοδημητριάτικος
- αγιοκαταταγμένος
- αγιοποιημένος
- αγιορείτικος
- αγιοταφίτικος
- αγιότοκος
- αγιώνυμος
- αγκαζαρισμένος
- αγκαλιασμένος
- αγκιστρωμένος
- αγκυλωμένος
- αγκυροβολημένος
- αγλαόκαρπος
- άγλυκος
- άγλωσσος
- αγλωσσοφάγωτος
- άγναθος
- άγναντος
- άγνεθος
- άγνεστος
- αγνοημένος
- άγνωμος
- άγνωρος
- άγνωστος
- άγονος
- αγορασμένος
- αγορίστικος
- αγουροθερισμένος
- αγουροξυπνημένος
- αγουροξύπνητος
- άγουρος
- άγουστος
- αγραβάτωτος
- αγράμματος
- αγρατζούνιστος
- αγρατσούνιστος
- άγραφος
- άγραφτος
- αγριεμένος
- αγρινιώτικος
- αγριόφωνος
- αγρυπνισμένος
- άγρυπνος
- αγύμναστος
- αγύριστος
- αγχωμένος
- αγωγιάτικος
- αδαμάντινος
- αδαμαντόδετος
- αδαμαντοκόλλητος
- αδαμαντοκόσμητος
- αδαμαντοποίκιλτος
- αδαμαντόστικτος
- αδαμαντοστόλιστος
- αδάνειστος
- αδάπανος
- άδαρτος
- αδασμολόγητος
- αδάσυντος
- αδάσωτος
- αδειασμένος
- άδειπνος
- αδέκαρος
- αδέκαστος
- αδελέαστος
- αδελφότεκνος
- αδελφωμένος
- αδεμάτιαστος
- άδενδρος
- άδεντρος
- αδερφίστικος
- αδέσμευτος
- αδέσποτος
- άδετος
- αδευτέρωτος
- άδηκτος
- άδηλος
- αδήλωτος
- αδημοσίευτος
- αδημοσιοποίητος
- αδήριτος
- αδιάβαστος
- αδιάβλητος
- αδιάβρωτος
- αδιαγούμητος
- αδιαγούμιστος
- αδιάδοτος
- αδιακήρυκτος
- αδιακίνητος
- αδιακλάδωτος
- αδιάκοπος
- αδιακόσμητος
- αδιακρίβωτος
- αδιακώλυτος
- αδιάλειπτος
- αδιαλεύκαντος
- αδιάλεχτος
- αδιάλλακτος
- αδιαλόγητος
- αδιαλόγιστος
- αδιαμέλιστος
- αδιαμέριστος
- αδιαμεσολάβητος
- αδιαμόρφωτος
- αδιανέμιστος
- αδιάνθιστα
- αδιάνθιστος
- αδιανόητος