Κατηγορία:Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κατηγορία:Καθαρεύουσα » Λέξεις από τα αρχαία ελληνικά
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Σελίδες στην κατηγορία "Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.506 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Θ
Μ
- μάγγανον
- μακράν
- μαργώνῃς
- Μαριούπολις
- μάρσιππος
- μεγαλειότης
- μεγαλεπηβόλως
- μεγαλοποίησις
- μεθιλιχίως
- μεθόρμισις
- μεθυλένιον
- μεικτώς
- μειλιχιότης
- μειλιχιότητα
- μείξις
- μειοδοτικώς
- μειονεκτικότης
- μειονεκτικώς
- μειονότης
- μελαγχολικώς
- μέλαθρο
- μέλαν
- μελανείον
- μελανίας
- μελανίασις
- μελανοδοχείον
- μελανότης
- μελάνωσις
- μελισσοτροφείον
- μελισσουργείον
- μελιχρότης
- μελλοδραματικώς
- μελλοντικώς
- Μενίδι
- μερίδιον
- μερίκευσις
- μερικότης
- μεροληπτικώς
- μεσαύλιον
- μεσεγγύησις
- μεσίτευσις
- μεσίτις
- μεσογονάτιον
- μεσόθυρον
- μεσοκάρπιον
- μεσοκνήμιον
- μεσολάβησις
- μεσόνιον
- μεσοπροθέσμως
- μεσοστύλιον
- μεσουράνησις
- μέσοφρυς
- μεστότης
- μετακάρπιον
- μετακίνησις
- μετακιόνιον
- μετακόμισις
- μετάληψις
- μεταλλακτήρ
- μετάλλευσις
- μεταλλικότης
- μετάλλιον
- μεταλλίτις
- μεταλλοποίησις
- μεταλλωρυχείον
- μεταμίσθωσις
- μεταμόρφωσις
- Μεταμόρφωσις
- μεταμόσχευσις
- μετανάστευσις
- μεταξόνιον
- μεταξουργείον
- μεταπολεμικώς
- μεταρρυθμιστικώς
- μεταφράστης
- μετεξέτασις
- μετεώρισις
- μετέωρον
- μετεωροσκοπείον
- μετεωροσκόπησις
- μετεωροσκοπικώς
- μετεωροσκόπιον
- μετοίκησις
- μετοίκισις
- μετουσίωσις
- μετοχικώς
- Μετόχιον
- μέτρησις
- μετρίασις
- μετριαστικώς
- μετρικώς
- μετριότης
- μετρίως
- μετωνυμικώς
- μετωπικότης
- μεφιστοφελικώς
- μηδένισις
- μήκυνσις
- Μηλέα
- Μηλέαι
- μῆλον
- μηνιγγίτις
- μηνιγγῖτις
- μηνολόγιον
- μήνυσις
- μητρικώς
- μητρίτις
- μητρόπολις
- μητροσκόπησις
- μητροσκόπιον
- μητρότης
- μητρυιά
- μητρυιός
- μητρωνυμικώς
- μητρώον
- μιαρότης
- μιασματικότης
- Μικρή Είσοδος
- μικροβιακώς
- μικροβιολογικώς
- μικροβιόμετρον
- μικρογραμμάριον
- μικρόφωνον
- μίλιον
- μίμησις
- μιμητικότης
- μισέλλην
- μισητώς
- μισθάριον
- μισθολόγιον
- μίσθωσις
- μισθωτήριον
- μνημείον
- μνημόνευσις
- μνημόσυνον
- μνήστευσις
- μνηστήρ
- μοιράδιον
- μοιρογνωμόνιον
- μοιρολατρικώς
- μοιρολάτρις
- μοιχαλίς
- μολυβδαίνιον
- μολυβδοσωλήν
- μολύβδωσις
- μόλυνσις
- μομιοποίησις
- μοναδικότης
- μοναρχικώς
- μονάς
- Μοναστηράκιον
- μοναστήριον
- Μοναστήριον
- μονιμοποίησις
- μονιμότης
- μόνιππον
- μονογένεσις
- μονογράφησις
- μονοξείδιον
- μονόξυλον
- μονοπλάνον
- μονοπλεύρως
- μονοπυρήνωσις
- μονοπώλησις
- μονοπωλιακώς
- μονοπώλιον
- μονοτόνως
- μονοτρόπως
- μονόφυλλον
- μονώνυμον
- μόνωσις
- μονωτήρ
- μορμυρισμός
- μορφολογικώς
- μουστάκιον
- Μπραχάμι
- μυδράλιο
- μυδραλλιοβόλον
- μυδράλλιον
- μυδρίασις
- μυελοκύτταρον
- μυελομηνιγγίτις
- μυζητήρ
- μύησις
- μυκήτωσις
- μυκτήρ
- μυοκαρδίτις
- μυριάς
- μυρμηκίασις
- μύρμηξ
- μυσαρότης
- μυστήριον
- μυστικόν
- μυστικοσυμβούλιον
- μυστικότης
- μυστικώς
- μυστρίον
- μυτιλοτροφείον