Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Επιθήματα » Λέξεις κατά επίθημα » -τικός |
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-τικος»
Μορφές: με -τικός, με -ητικός, με -ωτικός, με -στικός, με -ιστικός
Δείτε επίσης
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 346 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αγχωτικός
- αζωτοδεσμευτικός
- αηδιαστικός
- αθωωτικός
- αιμολυτικός
- ακροαστικός
- ακυρωτικός
- αλληλοπαθητικός
- αμνηστευτικός
- αναδιοργανωτικός
- ανακλαστικός
- ανακυκλωτικός
- αναστοχαστικός
- αναψηλαφητικός
- αναψηλαφιτικός
- αντηχητικός
- αντισυλληπτικός
- αντλησιοταμιευτικός
- απεκκριτικός
- απισχναντικός
- αποξηραντικός
- αποτρεπτικός
- αρραβωνιαστικός
- αρτηριοσκληρυντικός
- αρτηριοσκληρωτικός
- αυτοδιαγνωστικός
- αυτοκαταναλωτικός
- αφοπλιστικός
Ε
- εθιστικός
- εκθαμβωτικός
- εκθλιπτικός
- εκκωφαντικός
- εκμοντερνιστικός
- εκπαιδευτικός
- εκπεμπτικός
- εκπτωτικός
- εκταμιευτικός
- εκτελεστικός
- εκτικός
- εκτονωτικός
- εκτρωματικός
- εκτυπωτικός
- εκτυφλωτικός
- εκφορητικός
- εκχυδαϊστικός
- ελαφρυντικός
- εμβολιαστικός
- εμπιστευτικός
- εμπλουτιστικός
- εμπορευματικός
- εμψυχωτικός
- ενδυναμωτικός
- ενισχυτικός
- ενορατικός
- ενοχοποιητικός
- ενσυναισθητικός
- ενταφιαστικός
- εντοπιστικός
- εντυπωτικός
- εξαγνιστικός
- εξαεριστικός
- εξαθλιωτικός
- εξακριβωτικός
- εξαμβλωματικός
- εξαντλητικός
- εξαρτηματικός
- εξατομικευτικός
- εξεγερτικός
- εξημερωτικός
- εξιδανικευτικός
- εξιλεωτικός
- εξισωτικός
- εξολισθητικός
- εξομοιωτικός
- εξομολογητικός
- εξονειδιστικός
- εξοπλιστικός
- εξοργιστικός
- εξορυκτικός
- εξουδετερωτικός
- εξοφλητικός
- εξυβριστικός
- εξυγιαντικός
- εξυμνητικός
- εξυψωτικός
- εξωραϊστικός
- επαλειπτικός
- επαληθευτικός
- επαναληπτικός
- επανορθωτικός
- επεμβατικός
- επευφημητικός
- επιβαρυντικός
- επιβεβαιωτικός
- επιβραδυντικός
- επιδοκιμαστικός
- επιθεωρητικός
- επικολλητικός
- επικυρωτικός
- επιμεριστικός
- επιμορφωτικός
- επινεμητικός
- επιστρατευτικός
- επισφραγιστικός
- επισωρευτικός
- επιφυλακτικός
- εποικιστικός
- εποικοδομητικός
- επονομαστικός
- ευσεβιστικός
- εφαρμοστικός
- εφιδρωτικός
- εφοδιαστικός
- εφορευτικός
Κ
- καθηλωτικός
- καθιστικός
- κακοποιητικός
- καλπαστικός
- καλπονοθευτικός
- καταδολιευτικός
- καταδυναστευτικός
- καταθλιπτικός
- καταιγιστικός
- κατακτητικός
- καταπιεστικός
- καταπιστευτικός
- καταπνικτικός
- καταπραϋντικός
- κατασβεστικός
- κατασιγαστικός
- κατασκοπευτικός
- κατασπιλωτικός
- καταστρεπτικός
- κατεδαφιστικός
- κατευθυντικός
- κατονομαστικός
- κατοπτευτικός
- κατοχυρωτικός
- κεντιστικός
- κεφαλαιοποιητικός
- κλαδευτικός
- κλιματιστικός
- κοινοπρακτικός
- κοινωνικοασφαλιστικός
- κοινωνικοποιητικός
- κονστρουκτιβιστικός
- κοπιαστικός
- κορπορατικός
- κορπορατιστικός
- κουραστικός
- κραδασμικός
- κραδαστικός
- κρατικιστικός
- κρυσταλλωτικός
- κυκλωτικός
- κυτταρογενετικός
- κυτταρολυτικός
- κυφωτικός