Κατηγορία:Λέξεις της καθαρεύουσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Μεταφέρονται όλα, σε λήμμα αρχαίο ή ελληνιστικό ή αμιγώς καθαρεύουσα
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 2 συνολικά.
Ε
- Επιρρήματα της καθαρεύουσας (266 Σ)
Ο
- Ουσιαστικά της καθαρεύουσας (1.234 Σ)
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις της καθαρεύουσας"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.487 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Λ
- λατινικώς
- λατομείον
- λατόμησις
- λαφυραγώγησις
- λαχανοπωλείον
- λαχανοπώλις
- λαχείον
- λείανσις
- λειότης
- λεϊσμανίασις
- λειτουργικότης
- λείψανον
- λεκτικώς
- λεμφαγγειίτις
- λεμφαγγείον
- λεμφαδενίτις
- λεμφοκύτταρον
- λεξίδιον
- λεξικόν
- λεξιλόγιον
- λεπροκομείον
- λεπτομερειακώς
- λεπτόν
- λεπτότης
- λέπτυνσις
- λεπτώς
- λεύκανσις
- λευκοκύτταρον
- λησταρχείον
- λιανικώς
- λιγνιτωρυχείον
- λιθάνθραξ
- λιθογράφησις
- λιθοκόλλησις
- λιθόστρωσις
- λικνιστικώς
- λιμεναρχείον
- λιμενοβραχίων
- λίπανσις
- λιπαρότης
- λιπομάρτυς
- λιρέττα
- λιτάνευσις
- λιτώς
- λογικόν
- λογικότης
- λοξότης
- λοξώς
- λουτρόπολις
- λύκειον
- λυπηρώς
- λυρικώς
- λυσσαλέως
- λυσσιαστρείον
- λύτρωσις
Μ
- μαγγάνιον
- μάγευμα
- μαγνήσιον
- μαγνητοσκόπησις
- μαγνητόφωνον
- μάθησις
- μαίευσις
- μαινάς
- μακαριότης
- μακαρίτις
- μακαρίως
- μακροβιότης
- μακροημέρευσις
- μακροθύμως
- μακροπροθέσμως
- μακρότης
- μαλακότης
- μαλακτικότης
- μαλάκυνσις
- μάλαξις
- μαλθακότης
- μαλθακώς
- μαντικώς
- μαξιλλάριον
- μαργαριτάριον
- μαρμάρωσις
- μαρξιστικώς
- μαρτυρικώς
- μάσησις
- μασσαλιώτις
- μαστίγωσις
- μαστοειδίτις
- ματαιότης
- μαυροπίναξ
- μαυσωλείον
- μεγαλειότης
- μεγαλεπηβόλως
- μεγαλοποίησις
- μεθιλιχίως
- μεθόρμισις
- μεθυλένιον
- μεικτώς
- μειλιχιότης
- μείξις
- μειοδοτικώς
- μειονεκτικότης
- μειονεκτικώς
- μειονότης
- μελαγχολικώς
- μελανείον
- μελανίας
- μελανίασις
- μελανοδοχείον
- μελανότης
- μελάνωσις
- μελισσοτροφείον
- μελισσουργείον
- μελιχρότης
- μερίδιον
- μερίκευσις
- μερικότης
- μεροληπτικώς
- μεσαύλιον
- μεσεγγύησις
- μεσίτευσις
- μεσίτις
- μεσογονάτιον
- μεσόθυρον
- μεσοκάρπιον
- μεσοκνήμιον
- μεσολάβησις
- μεσόνιον
- μεσοπροθέσμως
- μεσοστύλιον
- μεσουράνησις
- μεστότης
- μετακάρπιον
- μετακίνησις
- μετακιόνιον
- μετακόμισις
- μετάληψις
- μεταλλακτήρ
- μετάλλευσις
- μεταλλικότης
- μετάλλιον
- μεταλλίτις
- μεταλλοποίησις
- μεταλλωρυχείον
- μεταμίσθωσις
- μεταμόρφωσις
- μεταμόσχευσις
- μετανάστευσις
- μεταξόνιον
- μεταξουργείον
- μεταφραστικώς
- μετεξέτασις
- μετεώρισις
- μετέωρον
- μετεωροσκοπείον
- μετεωροσκόπησις
- μετεωροσκοπικώς
- μετεωροσκόπιον
- μετοίκησις
- μετοίκισις
- μετουσίωσις
- μετοχικώς
- μέτρησις
- μετρίασις
- μετριαστικώς
- μετρικώς
- μετριότης
- μετρίως
- μετωνυμικώς
- μετωπικότης
- μεφιστοφελικώς
- μηδένισις
- μήκυνσις
- μηνιγγίτις
- μηνολόγιον
- μήνυσις
- μητρικώς
- μητρίτις
- μητρόπολις
- μητροσκόπησις
- μητροσκόπιον
- μητρυιά
- μητρυιός
- μητρωνυμικώς
- μητρώον
- μιαρότης
- μιασματικότης
- μικροβιακώς
- μικροβιολογικώς
- μικροβιόμετρον
- μικρογραμμάριον
- μικρόφωνον
- μίλιον
- μίμησις
- μιμητικότης
- μισέλλην
- μισητώς
- μισθάριον
- μισθολόγιον
- μίσθωσις
- μισθωτήριον