Κατηγορία:Λέξεις της καθαρεύουσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 6 υποκατηγορίες, από 6 συνολικά.
Ε
Κ
Μ
Ο
Ρ
Άρθρα στην κατηγορία "Λέξεις της καθαρεύουσας"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 4.959 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αδιαλλάκτως
- αδιαμοιράστως
- αδιαμφισβητήτως
- αδιανοήτως
- αδιασείστως
- αδιασπάστως
- αδιαταράκτως
- αδιαφημίστως
- αδιαφθόρως
- αδιαφιλονικήτως
- αδιαφόρως
- αδιαχωρήτως
- αδιαχωρίστως
- αδιαψεύστως
- αδιδάκτως
- αδιερευνήτως
- αδικαιολογήτως
- αδιοικήτως
- αδιοράτως
- αδιορθώτως
- αδιορίστως
- αδιστάκτως
- αδογματίστως
- αδοκήτως
- αδοκιμάστως
- αδολιεύτως
- αδόλως
- αδόξως
- αδρανοποίησις
- αδρομίσθως
- αδρότης
- αδρώς
- αδυσωπήτως
- αδωροδοκήτως
- αενάως
- αέριον
- αεριωθούμενον
- αεροβόλον
- αεροδικείον
- αερόθερμον
- αερόλουτρον
- αεροπλανοφόρον
- αερόστατον
- αζημιώτως
- αζητήτως
- άζωτον
- αηδιαστικώς
- αηδών
- αθανάτως
- αθελήτως
- αθεμίτως
- αθεραπεύτως
- αθέτησις
- αθλίως
- αθορύβως
- αθραύστως
- αθροιστικώς
- αθρόως
- αθύμως
- αθυροστόμως
- αθωνίτις
- αθώως
- αθώωσις
- αιγιαλίτις
- αιδοίον
- αιθυλένιον
- αιθύλιον
- αιματέμεσις
- αιμοκάθαρσις
- αιμόπτυσις
- αιμορροΐς
- αιμόστασις
- αιμοσφαίριον
- αινιγματικότης
- αίρεσις
- αισθαντικότης
- αισθαντικώς
- αισθηματικότης
- αισθηματικώς
- αισθητήριον
- αισθητικότης
- αισθητικώς
- αισθητοποίησις
- αισθητότης
- αισθητώς
- αισιοδόξως
- αισίως
- αισχρότης
- αισχρώς
- αίτησις
- αιτίασις
- αιτιολόγησις
- αιτιότης
- αιφνιδιαστικώς
- αιφνιδίως
- αιχμαλώτισις
- αιχμηρότης
- αιχμηρώς
- αιωνιότης
- αιωνίως
- αιώρησις
- ακαδημαϊκότης
- ακαδημαϊκώς
- ακαθάρτως
- ακαθέκτως
- ακαθορίστως
- ακαίρως
- ακάκως
- ακαλαισθήτως
- ακαλλωπίστως
- ακαλύπτως
- ακαμάτως
- ακάμπτως
- ακανονίστως
- ακαριαίως
- ακάρπως
- ακαταβλήτως
- ακαταδέκτως
- ακαταλήπτως
- ακαταλληλότης
- ακαταλλήλως
- ακαταλογίστως
- ακαταλύτως
- ακαταμαχήτως
- ακατανικήτως
- ακατανοήτως
- ακαταπαύστως
- ακαταπαύτως
- ακαταπονήτως
- ακαταρτίστως
- ακαταστάτως
- ακατασχέτως
- ακατατοπίστως
- ακαταφρονήτως
- ακατεργάστως
- ακατηγορήτως
- ακατονομάστως
- ακεραίως
- ακηδεμονεύτως
- ακηρύκτως
- ακινδύνως
- ακινητοποίησις
- ακινήτως
- ακλαύτως
- ακλίτως
- ακλονήτως
- ακλυδωνίστως
- ακμαίως
- ακοινωνήτως
- ακολάστως
- ακόμψως
- ακόντιον
- ακόντισις
- ακοόμετρον
- ακόπως
- ακορέστως
- ακοσμήτως
- ακόσμως
- ακουσίως
- ακουστικότης
- ακραδάντως
- ακρατήτως
- ακριβοδικαίως
- ακρίς
- ακρίτως
- ακροαματικότης
- ακροβάτις
- άκρον
- ἀκρόπολις
- ακρόπρωρον
- ακροπύργιον
- ακροστιχίς
- ακρότης
- ακροχορδών
- ακρώμιον
- ακρωτηρίασις
- ακρωτήριον
- ακτινογράφησις
- ακτινογραφικώς
- ακτινολογικώς
- ακτινοσκόπησις
- ακυβερνήτως
- ακυμάντως
- ακυρότης
- ακύρως
- ακύρωσις
- ακυρωτικώς
- ακωμωδήτως
- αλαζονικώς
- αλαθήτως
- αλαλήτως
- αλάλως
- αλανθάστως
- αλατωρυχείον
- αλγεινώς
- αλεξήλιον
- αλεξικέραυνον
- αλεξίπτωτον
- αλεξίπυρον
- αλεξίφωτον