Κατηγορία:Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Δανεισμοί » Λόγια δάνεια » Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί » από την ελληνιστική κοινή « Ετυμολογία « Ελληνιστική κοινή |
- Αναβιωμένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά, προϊόντα λόγιου διαχρονικού εσωτερικού δανεισμού. Συνήθως, μέσω της καθαρεύουσας ή λόγια μεταφραστικά δάνεια για επιστημονικό και ειδικό λεξιλόγιο.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Άρθρα στην κατηγορία "Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 630 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αγγαρεία
- αγόρευση
- αδελφοποίηση
- αδελφότητα
- αδιακρίτως
- αδιαφορώ
- άδοτος
- αδυσώπητος
- άεργος
- αερο-
- άηχος
- αθέλητος
- αθροιστικός
- αίγαγρος
- αιδεσιμότατος
- αιθερολόγος
- αιμόφυρτος
- αιτιατική
- άκανθος
- ακεραιότητα
- ακροβάτης
- ακρολοφία
- ακτινοβολία
- ακτινοβολώ
- αλάβαστρο
- αλίευση
- αλληλουχία
- αμαξηλάτης
- αμελλητί
- αμίμητος
- αμφίδρομος
- αμφιπρόστυλος
- αναγέννηση
- ανάγωγος
- ανάδοχος
- ανακτίζω
- αναπαιστικός
- αναπέμπω
- ανάπεμψη
- αναπόληση
- αναρρόφηση
- αναφωνώ
- αναχαίτιση
- αναψυκτήριο
- ανειλημμένος
- ανεμοστρόβιλος
- ανεπιεικής
- ανεργία
- ανέφικτος
- ανθολόγος
- ανθοπώλης
- ανιδρύω
- ανίπταμαι
- ανοίκειος
- ανταπόκριση
- αντέξοδος
- αντεπιστέλλων
- αντιδικία
- αντίθεος
- αντίκρουση
- αντιλήπτορας
- αντιλήπτωρ
- αντιποίηση
- αντιπρόσωπος
- ανυπαρξία
- αξιαγάπητος
- αξιωματικός
- αόριστος
- αοσμία
- απαγόρευση
- απάλειψη
- απαράγραπτος
- απαρεμπόδιστος
- απέλαση
- απεραντολογία
- αποδόσιμος
- απόστροφος
- αποσφραγίζω
- αποχέτευση
- Απρίλιος
- απρόσωπος
- -άριος
- αρματοδρομία
- αρμοστός
- αρρενοτοκία
- αρσενοκοίτης
- αρτοπώλης
- αρχάγγελος
- αρχαιοπρεπής
- αρχέτυπο
- άρωμα
- αρωματοπώλης
- άσκαφος
- αστειότητα
- αστεϊσμός
- αστερίσκος
- αστερισμός
- αυθεντία
- αύξων
- αύτανδρος
- αυτοκράτειρα
- αυτόμολος
- αφέψηση
- αφόδευση
- αχθοφόρος
- άψογος
Β
Γ
Δ
- δαμασκηνός
- δασύνω
- Δεκέμβριος
- δέσμευση
- δευτερόλεπτο
- δέων
- δηλητηριώδης
- δημοδιδάσκαλος
- δημοκόπος
- δημοπρασία
- δημοσίευση
- διάζευξη
- διακεκαυμένη
- διάκονος
- διακόρευση
- διακυβεύω
- διάλεκτος
- διανθίζω
- διανυκτέρευση
- διαπύλια
- διάρκεια
- διάσειση
- διασκεδασμός
- διάσωση
- δίγαμμα
- δίγαμος
- διείσδυση
- διέλευση
- διερμήνευση
- διερμηνευτής
- διευθυντής
- δικατάληκτος
- διμηνία
- δίολκος
- διομολόγηση
- δίποδος
- δισήμαντος
- δίσημος
- δίστιχος
- δισύλλαβος
- δίτροχος
- διυλίζω
- διύλιση
- δίφθογγος
- διχοτόμος
- δότης
- δοτική
- -δόχος
- δρυμώνας
- δυσαρεστώ