Κατηγορία:Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
Εμφάνιση
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 2 συνολικά.
*
Π
Σελίδες στην κατηγορία "Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 663 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)S
Α
- άβατον Αγίου Όρους
- αβεβαιότητα
- αβεβαιότητα δικαίου
- αβλαβής διέλευση
- αγαθό
- αγανάκτηση
- άγνωστος
- άγραφος νόμος
- αγροζημία
- αγρολήπτης
- αγρολήπτρια
- αγροληψία
- αγρονομείο
- αγχιστεία
- αγωγή
- αγωγιαστήριο
- αγωγιάτικα
- αγωγιάτισσα
- αγώγιμος
- αγωγόσημο
- άδηλο πρόσωπο
- αδιάθετος
- αδιάστικτος
- αδιατίμητος
- αδίκημα
- αδικοπραγία
- αδικοπραγώ
- αδικοπρακτικός
- αδικοπραξία
- άεθνος
- αεροδικείο
- αθωώνω
- αθωωτικός
- αιδώς
- αίρεση
- αιτιώδης
- ακαταδίωκτος
- ακαταλόγιστος
- ακηδεμόνευτος
- ακίνητη περιουσία
- ακίνητο
- ακτοπλοΐα
- ακυρωσία
- ακυρωσιμότητα
- ακυρωτέος
- αλιακάς
- αλληλέγγυος
- άλλοθι
- αμάχητος
- αμέλεια
- αμελλητί
- αμετάκλητος
- αμηνυτί
- αμοιβαιότητα
- άμυνα
- αναβλητικός
- αναθεωρητέος
- αναιρεσείων
- αναιρεσιβαλλόμενη
- αναιρεσιβαλλομένη
- αναιρεσίβλητος
- ανακοπή
- ανακοπή ερημοδικίας
- ανάκριση
- ανακριτική
- αναλογία
- αναπέμπω
- ανατρεπτικός
- αναψηλάφηση
- ανέγκλητος
- ανεγκλήτως
- ανθρωποκτονία
- ανιθαγένεια
- ανίκανος
- ανιόντες
- ανίσχυρος
- ανταγωγή
- ανταπαίτηση
- ανταπαιτητής
- ανταπαιτώ
- αντέγγραφο
- αντεισαγγελέας
- αντένσταση
- αντεξετάζομαι
- αντεξετάζω
- αντεξέταση
- αντεπαγωγή
- αντεπίτροπος
- αντέφεση
- αντιδικονομικός
- αντίδικος
- αντιδικώ
- αντιεισαγγελέας
- αντίκλητος
- αντιμολία
- αντιμωλία
- αντιπαράσταση
- αντιπαροχή
- αντιποίηση
- αντισήκωμα
- αντισυμβατικός
- ανυπαίτιος
- ανυπαιτιότητα
- ανωμοτί
- ανώμοτος
- ανώνυμη εταιρεία
- αξιόποινη πράξη
- απαγγελία
- απαγγέλλω
- απαγωγή
- απαίτηση
- απαλλαγή
- απαλλακτικός
- απάτη
- ΑΠΔΠΧ
- απιστία
- απόγραφο
- αποκήρυξη
- αποκηρύσσω
- απολαμβάνω
- απολογούμαι
- αποφαίνομαι
- απόφανση
- αποχειροτονία
- αποχρών
- Άρειος Πάγος
- αρεοπαγίτης
- αρεοπαγιτικός
- αρεοπαγίτισσα
- αρραβώνας
- αρχή της αναλογικότητας
- αρχιεισαγγελέας
- αρχιπέλαγος
- αστικό δίκαιο
- αστικολόγος
- αστικός
- αστυνομική επιτήρηση
- ασυλία
- ασυμψήφιστα
- άτυπος
- αυθεντική ερμηνεία
- άυλα αγαθά
- αυτεξούσιος
- αυτεπάγγελτα
- αυτοδίκαιος
- αυτοδικαίως
- αυτοδικία
- αυτοδικώ
- αυτοκέφαλος
- αυτοσύμβαση
- αυτόφωρο
- αυτόφωρος
Β
Δ
- δανείζων
- δεδικασμένο
- δημόσιο έγγραφο
- διαδικασία
- διάδικος
- διαθέτης
- διαθήκη
- διαιτητής
- διάκληση
- διαμαρτύρηση
- δι' ασήμαντον αφορμήν
- διασταλτικός
- διατακτικός
- διάταξη
- διατροφή
- διγαμία
- διεθνές δίκαιο
- δίζηση
- δικάζω
- δικαιόγραφο
- δικαιοδοσία
- δικαιοδοτώ
- δικαιοδόχος
- δικαιοκτητικός
- δικαιοπάροχος
- δικαιοπρακτικός
- δικαιοπρακτών
- δικαιοπραξία
- δικαιοστάσιο