Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από την καθαρεύουσα ««« « Ετυμολογία « Καθαρεύουσα |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 550 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβρόφρων
- αγιογραφία
- αγιοποίηση
- αγλαοί καρποί
- αγρανάπαυση
- αδρότητα
- αερολιμένας
- αθεότητα
- αθέτωση
- αιτιοκρατούμαι
- ακτινίδες
- ακτίνιο
- Αλεξανδρούπολη
- αλληλοδιαδόχως
- Αλλούβιο
- αλλούβιο
- αλματώδης
- άμα τη εμφανίσει
- αμερικανόπαιδο
- αμετακλήτως
- αμπαλάγιο
- αμπελοκτήμονας
- Αμστελόδαμο
- αναζωογόνηση
- αναπαλαίωση
- αναποκατάστατος
- ανελκυστήρας
- ανεπιστημονικώς
- ανευθυνότητα
- ανευφήμηση
- ανευφημία
- ανηθικότητα
- ανηλικότητα
- ανθοκήπιο
- αντεθνικώς
- αντενεργών
- αντιγόνο
- αντικειμενοποίηση
- αντίστιξη
- αντιφρονών
- άπαξ λεγόμενον
- απέλευση
- άπελπις
- αποθαρρύνω
- αποθαυμασμός
- απολυταρχικώς
- απόσαξη
- αποσιωπητήρας
- απόσμηξη
- αποτελεσματικώς
- αποτιτάνωση
- αποτρεπτικώς
- αποφώλιο τέρας
- απροκάλυπτος
- απροκαταλήπτως
- απρόκλητος
- απρονοήτως
- απροσκλήτως
- απροσποιήτως
- αραβίδα
- αραιόμετρο
- αραχίδα
- αριθμητήριο
- άριος
- αριστοτεχνικώς
- αρνησίπατρις
- αρτηριοσκλήρυνση
- αρτηριοσκλήρωση
- αρχηγίδα
- αρωματοδοχείο
- ασβέστιο
- ασιατισμός
- αστυφύλακας
- ασυμβιβάστως
- ασυνάρμοστος
- ασυστόλως
- άσφαιρος
- ατμοτελωνίδα
- ατομικώς
- αυταπάρνηση
- αυτοδιοίκηση
- αυτοσχεδίως
- αφίχθη
- αχρονολογήτως
Γ
Δ
- δεξιοτεχνικώς
- δεοντολογικώς
- δεσμευτικώς
- δηκτικότητα
- δηλοποίηση
- δημιουργικότητα
- δημογραφικώς
- δημοσία δαπάνη
- διαδοχικώς
- διακύμανση
- διαλλακτικότητα
- διασταύρωση
- διαστρέβλωση
- διαφήμιση
- διαχειριστικώς
- διαχυτικώς
- διεγερσιμότητα
- διεθνικότητα
- διερώτηση
- διευθυντήριο
- δικαιωματικώς
- δικονομικώς
- δικτατορικώς
- διοικητικώς
- διπλόθεμος
- δισεκατομμύριο
- δισεκατομμυριούχος
- διφθερίτιδα
- δοκίμιο
- δολοφονικώς
- δουλεμπόριο
- δρέπανο
- δυνάμει
- δυναμικώς
- δυνητικώς
- δυτικόφρων
- δυτικώς
Ε
- έγγραφο
- εγκατάσταση
- εθελοντικώς
- εθιμοτυπικώς
- εθιστικός
- εθνεγέρτης
- εθνεγερτικός
- εθνογραφικώς
- εθνολογικώς
- εθνόσημο
- εικονογραφικώς
- ειρήσθω εν παρόδω
- εκατοστημόριο
- εκατοστόγραμμο
- εκδορεύς
- εκθαμβώνω
- εκκαθαριστικώς
- εκκεντρικώς
- εκκοκκιστήριο
- εκκύβευση
- εκλεκτικότητα
- εκμετάλλευση
- εκμυστηρευτικώς
- εκπαραθύρωση
- εκπόνηση
- εκπροθέσμως
- εκπτωτικώς
- εκτρωματικώς
- ελαιόδεντρο
- ελασματοποίηση
- ελαττωματικώς
- ελεφαντοστούν
- Ελληνικό
- εμβαλάγιο
- εμπαικτικώς
- εμπεριστατωμένος
- εμπιστευτικώς
- εμποροπανήγυρη
- εμπρηστικώς
- εν αγνοία
- εν αδίκω
- εν αμύνη
- εν ανάγκη
- εν αναδύσει
- εν αναμονή
- εν αντιθέσει
- εναντιομόρφως
- εν αποστρατεία
- εν αποσυνθέσει
- εν απουσία
- εν αταξία
- εν γένει
- εν γνώσει
- ενδιαμέσως
- εν δικαίω
- ενδοέκκριση
- ενδοκαρδίτιδα
- ενδομύχως
- ενδοσκόπηση
- ενδοτικότητα
- ενδοτικώς
- εν δράσει
- εν δυνάμει
- εν εγρηγόρσει