Κατράμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κατράμη < γενική ενικού του αρσενικού Κατράμης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈtɾa.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τρά‐μη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κατράμη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Κατράμη αρσενικό