Καττεγάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καττεγάτης < (λόγιο δάνειο) ολλανδική Kattegat + -ης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.teˈɣa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κατ‐τε‐γά‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καττεγάτης αρσενικό (καθαρεύουσα)
- (πορθμός) Κάτεγατ
- ※ Δανία. ΠΟΤΑΜΟΙ [...] ἡ Γουδευναύη, ῥέουσα ἀρκτικώτερον διὰ τῆς Ἰουτλανδίας καὶ ἐκβάλλουσα εἰς τὸν Καττεγάτην. (Nicolaus Lorenti, Νεώτατη διδακτική γεωγραφία, (Βιέννη: Τυπογραφία Αντωνίου Βέγκου, 1838), σελ. 244)