Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καυκί

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: καυκί

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καυκί τα Καυκιά
      γενική του Καυκιού των Καυκιών
    αιτιατική το Καυκί τα Καυκιά
     κλητική Καυκί Καυκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Καυκί < καυκί

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kafˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καυκί

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καυκί ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]