Καύκασος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καύκασος | οι | Καύκασοι |
γενική | του | Καυκάσου & Καύκασου |
των | Καυκάσων |
αιτιατική | τον | Καύκασο | τους | Καυκάσους & Καύκασους |
κλητική | Καύκασε | Καύκασοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Καύκασος < αρχαία ελληνική Καύκασος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καύκασος αρσενικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καύκασος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Οροσειρές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Περιοχές της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)