Καύκασος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καύκασος οι Καύκασοι
      γενική του Καυκάσου
Καύκασου
των Καυκάσων
    αιτιατική τον Καύκασο τους Καυκάσους
Καύκασους
     κλητική Καύκασε Καύκασοι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καύκασος < αρχαία ελληνική Καύκασος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καύκασος αρσενικό

  1. οροσειρά στη δυτική Ασία
  2. περιοχή της Ευρασίας

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]