Κείος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κείος | οι | Κείοι |
γενική | του | Κείου | των | Κείων |
αιτιατική | τον | Κείο | τους | Κείους |
κλητική | Κείε | Κείοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κείος < αρχαία ελληνική Κεῖος < Κέως
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κείος αρσενικό, θηλυκό Κεία
- (πατριδωνυμικό) (επίσημη ονομασία) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Κέα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Τζιώτης (δημώδης ονομασία)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κείος
|