Κεμπεκουά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κεμπεκουά < (λόγιο δάνειο) γαλλική Québécois
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κεμπεκουά αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (εθνικό όνομα η πατριδωνυμικό) κάτοικος της καναδικής επαρχίας του Κεμπέκ, γενικότερα γαλλόφωνος κάτοικος του Καναδά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)