Κερασοῦς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κερασοῦς
      γενική τοῦ Κερασοῦντος
      δοτική τῷ Κερασοῦντ
    αιτιατική τὸν Κερασοῦντ
     κλητική ! Κερασοῦς
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κερασοῦς < κέρασος / κερασός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κερασοῦς, -ντος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]