Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κερδύλιον

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Κερδύλιον
      γενική τοῦ Κερδυλίου
      δοτική τῷ Κερδυλί
    αιτιατική τὸ Κερδύλιον
     κλητική ! Κερδύλιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κερδύλιον < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κερδύλιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό