Κερκούριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Γένους. Ουδέτερο ή θηλυκό?.


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Κερκούριον τὰ Κερκούρι
      γενική τοῦ Κερκουρίου τῶν Κερκουρίων
      δοτική τῷ Κερκουρί τοῖς Κερκουρίοις
    αιτιατική τὸ Κερκούριον τὰ Κερκούρι
     κλητική ! Κερκούριον Κερκούρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κερκουρίω
γεν-δοτ τοῖν  Κερκουρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κερκούριον < κέρκουρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κερκούριον ουδέτερο