Κινετιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.neˈtço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κι‐νε‐τιώ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κινετιώτης αρσενικό (θηλυκό Κινετιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κινέτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Κινέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κινετιώτης
|