Κιργίζιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κιργίζιος < Κιργιζία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Κιργίζιος αρσενικό (θηλυκό Κιργίζια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]