Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κλάδος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κλάδος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κλάδος οι Κλάδοι
      γενική του Κλάδου των Κλάδων
    αιτιατική τον Κλάδο τους Κλάδους
     κλητική Κλάδο Κλάδοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κλάδος <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   κλάδος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkla.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κλάδος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κλάδος αρσενικό (θηλυκό Κλάδου)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κλάδος οἱ Κλάδοι
      γενική τοῦ Κλάδου τῶν Κλάδων
      δοτική τῷ Κλάδ τοῖς Κλάδοις
    αιτιατική τὸν Κλάδον τοὺς Κλάδους
     κλητική ! Κλάδε Κλάδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κλάδω
γεν-δοτ τοῖν  Κλάδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κλάδος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κλάδος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)